- χελληστύς
- -ύος, ἡ, Αβλ. χιλιοστύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλιοστύς — και χιλιαστύς και χελληστύς, ύος, ἡ, Α 1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., τού οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη 2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι… … Dictionary of Greek
χελληστυάρχας — ὁ, Α αρχηγός χελληστύος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + άρχᾱς / άρχης*] … Dictionary of Greek
χελληστύαρχος — ὁ, Α ο χελληστυάρχας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελληστύς, βοιωτ. τ. τού χιλιοστύς + αρχος*] … Dictionary of Greek
ĝheslo- — ĝheslo English meaning: thousand Deutsche Übersetzung: “tausend” Note: Root ĝhéslo : “thousand” derived from Root ĝhesor 1, ĝhesr : “hand, *hand count” [r/l allophones] Material: O.Ind. sa hásram n. “Tausend” (sm̥ ĝhéslom … Proto-Indo-European etymological dictionary